Ο ρόλος και η χρησιμότητα της μετάφρασης στη διδασκαλία της ξένης γλώσσας είναι θέματα πολυσυζητημένα και έχουν γίνει αιτία ουκ ολίγων αντιπαραθέσεων. Υπάρχει η άποψη που πρεσβεύει ότι η μετάφραση δεν έχει θέση σε μια τάξη όπου διδάσκεται ξένη γλώσσα, επειδή η χρήση της μητρικής πρέπει να αποφεύγεται, καθώς αποβαίνει σε βάρος της ξένης. Όμως, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο διατυπώνεται από ειδικούς η άποψη ότι η μετάφραση είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην κατάκτηση μιας ξένης γλώσσας. Για να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε σφαιρική άποψη, καλό είναι να δούμε πώς χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση στο παρελθόν και για ποιους λόγους παραμερίστηκε.
Η εικόνα που έχουμε σήμερα για τη χρήση της μετάφρασης συνδέεται με τη διδακτική μέθοδο που ονομάζεται Grammar – Translation. Τα βασικά στοιχεία της μεθοδολογίας αυτής της προσέγγισης ήταν τα εξής: οι λίστες λέξεων στην ξένη γλώσσα που συνοδεύονταν από τις μεταφραστικές ισοδυναμίες τους, η εξήγηση των γραμματικών δομών της ξένης γλώσσας στη μητρική γλώσσα των μαθητών και η μετάφραση φράσεων. Η μέθοδος αυτή άρχισε να χρησιμοποιείται στα γυμνάσια της Πρωσίας στα μέσα του 19ου αιώνα∙ ως μέθοδος διδασκαλίας ξένων γλωσσών επιβίωσε μέχρι και τη δεκαετία του ’70. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα δέχτηκε πολλές επιθέσεις. Κυρίως κατηγορήθηκε ότι δεν εκπαίδευε τους μαθητές στη χρήση της προφορικής γλώσσας, ότι έδινε την εντύπωση πως υπάρχουν πάντα ισοδυναμίες μεταξύ των γλωσσών και ότι έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην επεξεργασία μεμονωμένων προτάσεων και όχι στο ολοκληρωμένο κείμενο. Οι θεωρίες που την αντικατέστησαν πρεσβεύουν ότι μια ξένη γλώσσα πρέπει να διδάσκεται χωρίς αναφορά στη μητρική. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, με την κυριαρχία των επικοινωνιακών μεθόδων, η μετάφραση καταδικάστηκε και εξοβελίστηκε εις το πυρ το εξώτερον!
Οι περισσότερες από τις επικοινωνιακές θεωρίες για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών έχουν ως αντικείμενο τη διδασκαλία των αγγλικών, θεωρείται όμως σχεδόν δεδομένο ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τις άλλες γλώσσες. Δύο βασικοί λόγοι, για τους οποίους οι θεωρίες αυτές επικεντρώθηκαν στην αγγλική γλώσσα, ήταν το μεταναστευτικό ρεύμα πολλών λαών προς τις ΗΠΑ και οι γλωσσικές ανάγκες των περιοχών που αποτελούσαν αποικίες της Βρετανίας. Στην πρώτη περίπτωση, η διδασκαλία της αγγλικής γινόταν σε τάξεις μαθητών με διαφορετική μητρική γλώσσα και έναν καθηγητή που, κατά κανόνα, ήταν φυσικός ομιλητής της αγγλικής και δεν γνώριζε τις γλώσσες που μιλούσαν οι μαθητές του. Στη δεύτερη περίπτωση, υπήρχαν ομοιογενείς τάξεις όσον αφορά στη μητρική των μαθητών, αλλά και πάλι ο καθηγητής ήταν φυσικός ομιλητής της αγγλικής και, συνήθως, δεν μιλούσε τη γλώσσα της χώρας. Αυτών των τάξεων τις ανάγκες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν, αρχικά, οι σύγχρονες θεωρίες. Ήταν, λοιπόν, φυσικό επακόλουθο να βασιστούν στη μη χρήση της μητρικής στην τάξη, και κατ’ επέκταση, της μετάφρασης.
Μετά από αυτήν τη σύντομη ιστορική αναδρομή, ας δούμε τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσαμε να εντάξουμε τη μετάφραση στην καθημερινότητα της τάξης μας. Από την εμπειρία μας, οι καθηγητές ξένων γλωσσών γνωρίζουμε ότι η μετάφραση είναι μια αυτόματη διαδικασία: έτσι κι αλλιώς, όταν οι μαθητές μας προσπαθούν να γράψουν ή να επικοινωνήσουν σε μια ξένη γλώσσα, αρχικά στο μυαλό τους έρχονται οι λέξεις και οι δομές της μητρικής. Αισθάνονται ασφάλεια, ή και ανάγκη, να μεταφέρουν στοιχεία της μητρικής στην ξένη γλώσσα και καταφεύγουν στη μετάφραση, πράγμα που πολλές −αν όχι τις περισσότερες− φορές οδηγεί στα γνωστά σε όλους μας transfer errors. Γιατί, λοιπόν, να μην τους βοηθήσουμε να συνειδητοποιήσουν ότι κάνουν αυτά τα λάθη λόγω της μετάφρασης, χρησιμοποιώντας την ίδια τη μετάφραση ως μέσο;
Επιπλέον, η μετάφραση βοηθά στην ανάπτυξη ικανοτήτων: ακρίβεια, καθώς οι μαθητές βρίσκουν τις πλέον ενδεικνυόμενες λέξεις για κάθε περίσταση, ευελιξία, επειδή αποκτούν τη δυνατότητα να βρίσκουν εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης, και σαφήνεια.
Ένας ακόμα λόγος για την επαναφορά της μετάφρασης στη διδασκαλία είναι ότι βοηθά να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές ότι η γλώσσα δεν βασίζεται σε ισοδυναμίες και ότι για να παράγεις λόγο στη Γ2 δεν αρκεί να αντικαταστήσεις μια σειρά λέξεων με μια αντίστοιχη − παύει, δηλαδή, να κυριαρχεί αυτή η απλοϊκή άποψη και έτσι ο μαθητής προχωρά στη γνώση του κόσμου της γλώσσας που μαθαίνει. Τέλος, μαθαίνοντας έστω και λίγο πώς να μεταφράζουν, οι μαθητές αποκτούν τη σχετική ικανότητα που μπορεί να χρησιμοποιήσουν και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. στις Πανελλήνιες εξετάσεις για ΑΕΙ/ΤΕΙ).
Πώς μπορούμε να εντάξουμε τη μετάφραση στην τάξη; Η μετάφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλα τα επίπεδα διδασκαλίας μιας ξένης γλώσσας. Οι μεταφραστικές ασκήσεις μπορεί να είναι μόνο προφορικές στα χαμηλά επίπεδα και γραπτές σε πιο προχωρημένα επίπεδα και σε τάξεις ενηλίκων. Και δεν χρειάζεται να περιοριστούμε στη μετάφραση προς τη μία γλωσσική κατεύθυνση μόνο, αλλά μπορούμε να επινοήσουμε ασκήσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις: προς τα ελληνικά για λεξιλόγιο, προς τα αγγλικά για γραμματική και έκθεση.
Ο σχεδιασμός των ασκήσεων χρειάζεται προσεκτική επιλογή του φαινομένου που θέλουμε να διδάξουμε καθώς και σωστή επιλογή του υλικού που θα χρησιμοποιήσουμε. Στο λεξιλογικό επίπεδο, η χρήση της μετάφρασης είναι προφανής, εφόσον έτσι θα γίνουν κατανοητές αμέσως οι διαφορές στο λεξιλόγιο και οι μαθητές θα μάθουν να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τις διαφορετικές σημασίες που μπορεί να έχουν οι λέξεις σε συγκεκριμένο περικείμενο. Επιπλέον, η χρήση της μετάφρασης ενδείκνυται σε φαινόμενα όπως οι χρόνοι −σε μικρή έκταση, και κυρίως σε σύγκριση με τους χρόνους της ελληνικής−, τα άρθρα, οι υποθετικοί λόγοι, το γερούνδιο, η παθητική φωνή, όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ασκήσεις που βοηθούν τους μαθητές να κατανοήσουν καλύτερα τις γραμματικοσυντακτικές δομές. Εξυπακούεται ότι πρέπει να εξηγούμε στους μαθητές μας γιατί κάνουν κάθε άσκηση, καθώς μόνο έτσι θα είναι σε θέση να καταλαβαίνουν τι πρέπει να κάνουν αλλά και να κατανοούν τη χρησιμότητά της. Οι μεταφραστικές ασκήσεις που σχεδιάζουμε δεν χρειάζεται να καλύπτουν όλα τα στάδια μιας μετάφρασης∙ μπορούμε να εκμεταλλευτούμε ένα στάδιο μόνο, π.χ. τη διόρθωση των χρόνων σε ένα κείμενο. Τέλος, δεν πρέπει να σχεδιάζουμε χρονοβόρες ασκήσεις, γεγονός που σημαίνει ότι δεν έχει νόημα να μεταφράζεται κείμενο στην τάξη αλλά ούτε και να δίνεται ως εργασία στο σπίτι. Ωστόσο, σε προχωρημένα επίπεδα, η μετάφραση ενός μικρού αυθεντικού κειμένου, όπως είναι μια διαφημιστική καταχώριση, μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Θα βοηθήσει τους μαθητές να αντιληφθούν ότι η γλώσσα δεν λειτουργεί εκτός περικειμένου και ότι τα συμφραζόμενα περιορίζουν και, ενίοτε, υπαγορεύουν, γλωσσικές επιλογές σε επίπεδο τόσο λεξικό όσο και γραμματικοσυντακτικό.
Αντί επιλόγου, γράφω τα στοιχεία δύο εξαιρετικά χρήσιμων βιβλίων με μεταφραστικές ασκήσεις:
- Alan Duff, Translation (Resource Book for Teachers) (OUP, 1989)
- Maria Gonzáles Davies, Multiple Voices in the Translation Classroom (Johns Benjamins Publishing Company, 2004)
Η Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου (BA, Athens / MA, Essex) είναι Διευθύντρια Σπουδών του Κέντρου Εκπαίδευσης Μεταφραστών meta|φραση.
Η Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι κάτοχος του ΜΑ in Literary Translation του Πανεπιστημίου του Essex. Έχει μετεκπαιδευτεί σε θέματα διδασκαλίας της Μετάφρασης στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας και σε θέματα Νέων Τεχνολογιών στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης. Εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας και ως επαγγελματίας μεταφράστρια από το 1988 και διδάσκει Μετάφραση από το 1991 (αρχικά στο Βρετανικό Συμβούλιο και από το 2001 στη meta|φραση). Έχει εκπαιδεύσει περισσότερους από 1.300 σπουδαστές μετάφρασης. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταφραστών και της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφρασεολογίας.